- μαλακίζομαι
- (AM μαλακίζομαι) [μαλακός]αυνανίζομαινεοελλ.1. κάνω βλακώδεις ενέργειες2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου3. ενεργ. μαλακίζωαυνανίζω κάποιον4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, -η, -οα) αποβλακωμένος από τον αυνανισμόβ) βλάκας, ηλίθιοςμσν.1. ενεργ. κραδαίνω, σείω2. χαϊδεύω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ήρεμος, πράοςμσν.-αρχ.1. είμαι ή γίνομαι νωθρός, εξασθενώ («τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι», Θουκ.)2. ησυχάζω, καταπραΰνομαι, μαλακώνω («οὕτως ἀκούσας παρευθὺς ὁ Ἀχιλλεὺς τοὺς λόγους, ἐμαλακίσθη τὴν ψυχήν, ἔπαυσε τοῡ πολέμου», Διήγ. Αχιλλ.)3. ασθενώ, αδιαθετώ («καὶ ἐὰν γῆν ἐσθίῃ [ὁ ἐλέφας], μαλακίζεται», Αριστοτ.)·
Dictionary of Greek. 2013.